- κυρώνω
- (AM κυρῶ, -όω)1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ.γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.)2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ, διαβεβαιώνω («δόμοις ἐμοῑσι τήνδ' ἐκύρωσας φάτιν», Αισχύλ.)μσν.αποφασίζωαρχ.1. (σχετικά με επιχειρήματα ή διδασκαλίες) υποστηρίζω2. παρέχω κάτι σε κάποιον με θέρμη («παρακαλῶ ὑμᾱς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην», ΚΔ)3. υποστηρίζω4. μέσ. κυροῡμαι, -όομαιεκπληρώνω τους σκοπούς μου5. παθ. α) (σε πλειοδοσία) κατακυρώνομαιβ) προσδιορίζομαι («ποῑ κεκύρωται τέλος;», Αισχύλ.)γ) αποφασίζομαι («ἐκυρώθη... τηρηθῆναι τὸν νόμον», Αριστοτ.)6. (η μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) ὁ κυρωθείςο πλειοδότης στον οποίο κατακυρώνεται αυτό που έχει τεθεί σε δημοπρασία7. φρ. «κυρῶ δίκην» — εκδίδω απόφαση για δίκη.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυρῶ πιθ. < κῦρος, ενώ δεν αποκλείεται η παραγωγή του απευθείας από το θ. κυρ- τού κύρ-ιος (πρβλ. ἀνδρ-ωθῆναι: ἀνήρ). Ως β' συνθετικό απαντά στις εξής λ: ακυρώ, επικυρώ, κατακυρώ, προσκυρώαρχ.αποκυρώ, διακυρώ, εξαγκυρώ, παρακυρώ, συγκυρώ, συνεπικυρώ, υποκυρώνεοελλ.προσεπικυρώ / -ώνω].
Dictionary of Greek. 2013.